- στατά
- στατά· μακρά (fort. μάκρα, cf. στάγην and v. sq.), Hsch. [full] στατή· πάρνη (leg. πόρνη, cf. στρατή) , κάρδοπος, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στατά — στατός placed neut nom/voc/acc pl στατά̱ , στατός placed fem nom/voc/acc dual στατά̱ , στατός placed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στατά — Α (κατά τον Ησύχ.) «μακρά» … Dictionary of Greek
στατός — ή, όν, Α 1. αυτός που έχει σταθεί σε κάποιο σημείο, που δεν κινήθηκε ή δεν κινείται (α. «στατὸν ὕδωρ» στάσιμο νερό, Σοφ. β. «στατὸς ἵππος» ίππος που έχει μείνει για μακρό χρονικό διάστημα μέσα στον στάβλο, Ομ. Ιλ.) 2. αφιερωμένος, ανατεθειμένος… … Dictionary of Greek
ՇՐՋԱԿԱՅ — (ի, ից.) NBH 2 0496 Chronological Sequence: 6c, 8c ա. περιΐστας, περίστας circumstans περικείμενος circumjacens. Որ ոք կամ որ ինչ շուրջ կայ. մօտակայ. *Անապատ զշրջակայն իւր առնէր: Յարբուցմունս բուրաստանաց, եւ բովանդակ շրջակային յարբուցումն. Խոր.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)